Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαμπαλίκι το [kalabalíki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : 1. (λαϊκ.) φασαρία, οχλαγωγία. 2. (οικ., ειρ.) πλήθος από αντικείμενα που είναι σκόρπια εδώ και εκεί ή πολλές μικροαποσκευές.
[τουρκ. kalabalιk -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλαμπαλίκι το.
-
- Πλήθος:
- (Συναδ. φ. 131r).
[<τουρκ. kalabalιk. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πλήθος: