Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαμιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
καλαμιά η.
  • Στέλεχος σιταριού ή κριθαριού· κατ’ επέκταση, χωράφι με στάχια:
    • να έρτεις εις την καλαμιά … και να κόψεις στάχυ (Πεντ. Δευτ. XXIII 26
    • έκφρ. σαν καλαμιά στον κάμβο = ερημικά, απομονωμένα:
      • (Eβρ. ελεγ. 168).

[μτγν. ουσ. καλαμία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμιά 1 η [kalamná] Ο24 : 1. το στέλεχος δημητριακών· καλάμι1. || ό,τι μένει από το φυτό, στο χωράφι, μετά το θερισμό: Kαίνε τις καλαμιές στο χωράφι. (έκφρ.) σαν την ~ στον κάμπο, για κπ. που μένει μόνος στη ζωή και απροστάτευτος. 2. (πληθ.) συστάδα από καλάμια: Ήταν κρυμμένος πίσω από τις καλαμιές.

[ελνστ. καλαμεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμιά 2 η : (οικ.) κλοτσιά στο καλάμι του ποδιού: Έφαγε μια ~.

[καλάμ(ι) 2 -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες