Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαμαριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμαριά η [kalamarjá] Ο24 : (παρωχ.) επιτραπέζιο μελανοδοχείο με ένα ή με δύο δοχεία για μελάνι.

[καλαμάρ(ι) 2 -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες