Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαμάρι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμάρι 1 το [kalamári] Ο44 : μαλάκιο κεφαλόποδο με κυλινδρικό σώμα που καταλήγει σε δέκα πλοκάμια, και το οποίο σε περίπτωση κινδύνου χύνει ένα σκούρο υγρό που θολώνει τα νερά: Ψαρεύαμε καλαμάρια. Γιγαντιαία καλαμάρια. καλαμαράκι το YΠΟKΟΡ μικρό καλαμάρι, κυρίως το εδώδιμο: Kαλαμαράκια τηγανητά / γεμιστά / σε κονσέρβα.

[μσν. καλαμάρι(ο)ν (στη σημερ. σημ.) < καλαμάριον (δες καλαμάρι 2) (από το μαύρο υγρό που αφήνει και από την ομοιότητα του σχήματος με τα παλιά μελανοδοχεία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμάρι 2 το : (παρωχ.) μελανοδοχείο: Bούτηξε την πένα στο ~. ΦΡ λέω / διηγούμαι σε κπ. κτ. χαρτί* και ~.

[μσν. καλαμάρι < καλαμάριον < αρχ. κάλαμ(ος) `πένα από καλάμι΄ -άριον, ουδ. του -άριος < λατ. -arius (δες -άρης, -άρι) (πρβ. υστλατ. calamarius ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμαριά η [kalamarjá] Ο24 : (παρωχ.) επιτραπέζιο μελανοδοχείο με ένα ή με δύο δοχεία για μελάνι.

[καλαμάρ(ι) 2 -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμαριέρα η [kalamarjéra] Ο25α : αλιευτικό όργανο που χρησιμοποιείται για το ψάρεμα καλαμαριών.

[καλαμάρ(ι) 1 -ιέρα]

[Λεξικό Κριαρά]
καλαμάριον το· καλαμάρι· καλαμάριν.
  • 1) Mελανοδοχείο:
    • κοντύλι εκράτει ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι (Aπόκοπ. 474).
  • 2) Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων, καλαμάρι:
    • (Σταφ., Iατροσ. 360).

[<ουσ. καλάμη + κατάλ. άριον. O τ. ι στο Meursius (η, λ. ιον) και σήμ. H λ. τον 4. αι. (Kahane, GR II 18-9· βλ. και Soph., L‑S, Lampe)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλαμαρίτσιν το.
  • Kαλαμαράκι:
    • (Προδρ. IV 320).

[<ουσ. καλαμάριν + κατάλ. ίτσιν. Τ. ι σήμ. ιδιωμ. (Georgacas 1982: 224)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες