Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαισθησία η [kalesθisía] Ο25 : η ικανότητα που έχει κάποιος να διακρίνει και να εκτιμά ή και να δημιουργεί το αισθητικά καλό, το ωραίο: H επαφή με τα έργα τέχνης αναπτύσσει στους νέους την ~. Σπίτι επιπλωμένο με πολλή ~, γούστο.
[λόγ. καλαίσθη(τος) -σία]