Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαθοποιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαθοποιός ο [kalaθopiós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει, που πλέκει καλάθια.

[λόγ. < ελνστ. καλαθοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες