Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαθιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαθιά η [kalaθxá] Ο24 : 1. (οικ.) ποσότητα που χωράει σε ένα καλάθι: Mια ~ σύκα / ξύλα. 2. (αθλ., σπάν.) επιτυχημένη βολή στο μπάσκετ· καλάθι.

[καλάθ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαθιάζω [kalaθxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) συσκευάζω μέσα σε καλάθια.

[καλάθ(ι)1 -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες