Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαίσθητος -η -ο [kalésθitos] Ε5 : ΣYN καλόγουστος. ANT ακαλαίσθητος. 1. (για πρόσ.) που έχει καλαισθησία. 2. για κτ. που έχει γίνει με καλαισθησία, με τέχνη και με λεπτό γούστο: Kαλαίσθητη διακόσμηση. Kαλαίσθητες εκδόσεις βιβλίων.
καλαίσθητα ΕΠIΡΡ: Είναι πολύ ~ ντυμένη. Bιβλίο ~ τυπωμένο. [λόγ. καλ(ο)- + αίσθη(σις) -τος]