Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλέ
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλέ [kalé] επιφ. : όταν καλούμε κπ., συνήθ. άγνωστο, ή όταν του απευθύνουμε το λόγο, αντί να χρησιμοποιήσουμε το όνομά του: ~ εσύ, έλα εδώ! || ~ τι λες / ~ σώπα / ~ πώς μεγάλωσες, για να εκφράσουμε απορία, αμφιβολία, θαυμασμό. ~ τι μας λες / ~ άντες, ειρωνικά.

[μσν. καλέ κλητ. του επιθ. καλός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλειδοσκοπικός -ή -ό [kaliδoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καλειδοσκόπιο.

[λόγ. καλειδοσκόπ(ιον) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλειδοσκόπιο το [kaliδoskópio] Ο42 : μικρός σωλήνας με σκούρα τοιχώματα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν δύο μικρά κάτοπτρα, γωνιακά τοποθετημένα, επάνω στα οποία ανακλώνται μικρά πολύχρωμα κομμάτια γυαλιού, που, καθώς μετακινούνται με κάθε περιστροφή του σωλήνα, σχηματίζουν συμμετρικά σχήματα. || (μτφ.): Πολιτικό / μουσικό ~, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα με ποικιλία θεμάτων. (έκφρ.) το ~ της ζωής, για να δηλώσουμε την ποικιλία και την εναλλαγή των γεγονότων στη ζωή μας.

[λόγ. < αγγλ. caleidoscope < αρχ. καλ(ός) `όμορφος΄ + εrδο(ς) `μορφή΄ (ή ελνστ. καλοειδ(ής) `με ωραία μορφή΄ -ο-) + -scope = -σκόπιο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλέμι το [kalémi] Ο44 : 1. εργαλείο λιθοξόου ή ξυλουργού, είδος σμίλης με πεπλατυσμένη κόψη. 2. (παρωχ.) πένα ή μολύβι.

[αντδ. < τουρκ. kalem < αραβ. kalam (στη νέα σημ.) < αρχ. κάλαμος]

[Λεξικό Κριαρά]
καλεμκιάρης ο.
  • Γραφέας (καλός, καλλιγράφος):
    • ήτον (ενν. ο κυρ Δανιήλ) άνθρωπος, θεωρητικός, … γραμματικός, καλεμκιάρης, λογιότατος (Συναδ. φ. 34r).

[<τουρκ. kalemkâr]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλένδες οι [kalénδes] Ο25 : η πρώτη μέρα του μήνα, στο ρωμαϊκό ημερολόγιο. ΦΡ (παραπέμπω κτ.) στις (ελληνικές) ~, ειρωνικά, για κτ. που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, αφού στο αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο δεν υπήρχαν καλένδες.

[λόγ. < μσν. Καλένδαι & ελνστ. Καλάνδαι (προφ. [nd] ) < λατ. Kalendae, υστλατ. Kalandae (η πρώτη μέρα του ρωμαϊκού μήνα)]

[Λεξικό Κριαρά]
Καλεπής ο.
  • (Πιθ.) αυτός που κατάγεται από το Xαλέπι της Συρίας:
    • ο Mαχμούτ εφέντης ο Kαλεπής (Συναδ. φ. 88ν).

[πιθ. <τουρκ. Halebî]

[Λεξικό Κριαρά]
καλέσιμο το,
βλ. εγκαλέσιμο.
[Λεξικό Κριαρά]
κάλεσις η.
  • Πρόσκληση:
    • άνευ κάλεσιν εισήλθεν (Eρμον. I 39).

[μτγν. ουσ. κάλεσις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάλεσμα το [kálezma] Ο49 : 1. πρόσκληση σε κάποια εορταστική συνήθ. συνάθροιση, π.χ. σε γάμο, δεξίωση κτλ. 2. πρόσκληση που απευθύνεται σε κπ. για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια: Στο ~ της πατρίδας απάντησαν με ενθουσιασμό όλοι οι Έλληνες.

[μσν. κάλεσμα < καλεσ- (καλώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες