Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλάμι 1 το [kalámi] Ο44 : 1α. πολυετές, αυτοφυές φυτό που φύεται σε υγρά εδάφη και που χαρακτηρίζεται από τον ψηλό, κοίλο και διαιρεμένο με κόμπους βλαστό του, ο οποίος χάρη στην κατασκευή του είναι πολύ ευλύγιστος και ανθεκτικός: Λυγίζει σαν ~. Είναι κούφιος σαν ~. || ο βλαστός του παραπάνω φυτού, ιδίως ο αποξηραμένος: Στέγη από καλάμια. Φλογέρα από ~. Πόδια σαν καλάμια, πολύ αδύνατα. ΦΡ καβάλησε* το ~. β. το στέλεχος δημητριακών· καλαμιά. || ό,τι μένει από το φυτό μετά το θερισμό. 2. τηλεσκοπική βέργα από σκληρό πλαστικό με πετονιά και αγκίστρι ή αγκίστρια για ψάρεμα· καλαμίδι.
καλαμάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό καλάμι. 2. μικρός πλαστικός ή γυάλινος σωλήνας με τον οποίο ρουφούν ένα υγρό: Πίνω την πορτοκαλάδα / το γάλα / τον καφέ με το ~. [μσν. καλάμι(ν) < ελνστ. καλάμιον υποκορ. του αρχ. κάλαμος]
- καλάμι 2 το : (οικ.) το μπροστινό οστό της κνήμης· αντικνήμιο.
[μσν. καλά μι(ν) < ελνστ. *καλάμιον υποκορ. του ελνστ. κάλαμος (< αρχ. κάλαμος δες στο κάλαμος 1)]
- καλαμιά η.
-
- Στέλεχος σιταριού ή κριθαριού· κατ’ επέκταση, χωράφι με στάχια:
- να έρτεις εις την καλαμιά … και να κόψεις στάχυ (Πεντ. Δευτ. XXIII 26)·
- έκφρ. σαν καλαμιά στον κάμβο = ερημικά, απομονωμένα:
- (Eβρ. ελεγ. 168).
[μτγν. ουσ. καλαμία. H λ. και σήμ.]
- Στέλεχος σιταριού ή κριθαριού· κατ’ επέκταση, χωράφι με στάχια:
- καλαμιά 1 η [kalamná] Ο24 : 1. το στέλεχος δημητριακών· καλάμι
11β. || ό,τι μένει από το φυτό, στο χωράφι, μετά το θερισμό: Kαίνε τις καλαμιές στο χωράφι. (έκφρ.) σαν την ~ στον κάμπο, για κπ. που μένει μόνος στη ζωή και απροστάτευτος. 2. (πληθ.) συστάδα από καλάμια: Ήταν κρυμμένος πίσω από τις καλαμιές. [ελνστ. καλαμεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]
- καλαμιά 2 η : (οικ.) κλοτσιά στο καλάμι του ποδιού: Έφαγε μια ~.
[καλάμ(ι) 2 -ιά]
- καλαμίδι το [kalamíδi] Ο44 : 1. αλιευτικό όργανο που αποτελείται από ένα καλάμι και μια πετονιά, στην άκρη της οποίας είναι δεμένο ένα μικρό μολύβι και δύο αγκίστρια· καλάμι
12. 2. υφαντικό εργαλείο. [μσν. καλαμίδι(ν) υποκορ. του ελνστ. καλαμίς (μαρτυρείται στη σημ.: `θήκη καλαμένιας πένας΄, πρβ. ελνστ. καλαμεύς `ψαράς με καλαμίδι΄)]
- καλαμίδιν το.
-
- Aλιευτικό καλάμι:
- (Λίβ. N 2181).
[<ουσ. καλάμιν + κατάλ. ‑ίδιν. Τ. ‑ι στο Somav. και σήμ.]
- Aλιευτικό καλάμι:
- καλαμίζω [kalamízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) τυλίγω το νήμα σε μασούρια από καλάμι.
[καλάμ(ι) 1 -ίζω (διαφ. το ελνστ. καλαμίζω `παίζω καλαμένιο φλάουτο΄)]
- καλαμίθρα η [kalamíθra] Ο25 : (οικ.) είδος φυτού.
[ελνστ. καλαμ(ίνθη) κατά το ξιν-ήθρα]
- καλάμιν το· καλάμι.
-
- 1)
- α) Tο φυτό καλάμι:
- λιγνός ωσάν καλάμι (Aχιλλ. L 32)·
- β) καλαμιώνας:
- αδιάβατον καλάμιν (Διγ. Esc. 513).
- α) Tο φυτό καλάμι:
- 2) Εκφρ.
- (1) καλάμιν του ζαχάριτος = ζαχαροκάλαμο:
- (Mαχ. 19028)·
- (2) καλάμι μυρωδικό = ράβδος από ναστοκάλαμο:
- (Πεντ. Έξ. XXX 23).
- (1) καλάμιν του ζαχάριτος = ζαχαροκάλαμο:
- 3) Aυλός ή φλογέρα από καλάμι:
- παίζε το καλάμιν σου (Λόγ. παρηγ. L 367).
- 4) Aλιευτικό καλάμι· καλαμίδι:
- εκράτουν … καλάμι με τ’ αγκίστρι κι εψάρευα (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [977]).
- 5) (Προκ. για πτηνό) το μπροστινό κόκαλο της κνήμης:
- (Oρνεοσ. 5775).
- 6) Bραχίονας λυχνίας:
- (Πεντ. Έξ. XXV 32).
- 7) Ποτήρι:
- (Πεντ. Έξ. XXV 29).
- O τ. ως τοπων.:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 18318).
[αρχ. ουσ. καλάμιον. O τ. και σήμ.]
- 1)