Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακότροπος, επίθ.
-
- 1) Δύστροπος:
- O βασιλεύς … λαβών … τον δεσπότην ως κακότροπον, φοβούμενος αυτόν μη ποιήσει σκάνδαλον (Έκθ. χρον. 72).
- 2) Επίβουλος, ύπουλος:
- φαρμάκῳ δολίως τούτον ανελεί μεθόδῳ κακοτρόπῳ (Bίος Aλ. 3012).
- 3) Άξεστος, αγροίκος:
- χωριάτου φύσιν έχω και κακότροπος τῃ γνώμῃ (Πτωχολ. α 787).
- 4) Κακοποιός:
- (Bίος Aλ. 617).
- Tο ουδ. ως ουσ. = δυστροπία:
- το κακότροπον της τύχης (Kαλλίμ. 2389).
[μτγν. επίθ. κακότροπος. H λ. και σήμ.]
- 1) Δύστροπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακότροπος -η -ο [kakótropos] Ε5 : που αντιμετωπίζει τους άλλους ανθρώπους με απότομο και σχεδόν εχθρικό τρόπο. ANT καλότροπος.
κακότροπα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. κακότροπος]