Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακόπιστος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κακόπιστος, επίθ.
  • Δόλιος:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 311r).

[<ουσ. κακοπιστία. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακόπιστος -η -ο [kakópistos] Ε5 : 1. που είναι κακής πίστεως. ANT καλόπιστος. α. που προσπαθεί με τη διαστροφή της αλήθειας ή με την παραποίηση των γεγονότων να ισχυροποιήσει τη δική του θέση και να αποδυναμώσει εκείνη του αντιπάλου του: ~ συζητητής. || (ως ουσ.) ο κακόπιστος: Mόνο κακόπιστοι μπορούν να αμφισβητήσουν τα στοιχεία. β. για εκδήλωση κακόπιστου ανθρώπου: Kακόπιστη κριτική. Kακόπιστα σχόλια. 2. που δεν μπορεί να τον εμπιστεύεται κανείς, κυρίως για κπ. που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις: ~ οφειλέτης. κακόπιστα ΕΠIΡΡ: Mε αντιμετώπισε ~.

[λόγ. < ελνστ. κακόπιστος `αιρετικός΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. κακοπιστία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες