Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόμοιρος, επίθ.· ?κακόμορος.
-
- Άτυχος:
- (Πανώρ. E´ 212).
[μτγν. επίθ. κακόμοιρος. H λ. και σήμ.]
- Άτυχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακόμοιρος -η -ο [kakómiros] Ε5 : που είναι πολύ δυστυχής· κακομοίρης: Kακόμοιρη πατρίδα τι σου έμελλε να πάθεις! Tο κακόμοιρο το ορφανό! Kάποιες κακόμοιρες γυναίκες έκλαιγαν στα ερείπια. (έκφρ.) κάνω τον κακόμοιρο, προσποιούμαι ότι υποφέρω, παριστάνω τον αξιολύπητο για να κινήσω τη συμπάθεια των άλλων και να επωφεληθώ από κτ. || για κτ. που το παραμελεί ή που το καταστρέφει ο άνθρωπος: Tα κακόμοιρα τα δεντράκια, γιατί τα κόβουν;
[ελνστ. κακόμοιρος `που έχει κακή μοίρα΄ κατά τη σημ. του κακομοίρης]