Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόδοξος, επίθ.
-
- Aλλόθρησκος· αιρετικός:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 640).
[αρχ. επίθ. κακόδοξος. Η λ. και σήμ. εκκλ.]
- Aλλόθρησκος· αιρετικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακόδοξος -η -ο [kakóδoksos] Ε5 : συνήθ. ως ουσ. ο κακόδοξος, αυτός που ακολουθεί μια εσφαλμένη θρησκευτική δοξασία.
[λόγ. < ελνστ. κακόδοξος, αρχ. σημ.: `κακόφημος΄]