Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόβουλος, επίθ.
-
- Που σκέπτεται ή θέλει το κακό:
- (Διγ. Gr. 471).
- Το ουδ. ως ουσ. = επιβουλή:
- το μιαρόν κακόβουλον της Κακοδυστυχίας (Λόγ. παρηγ. L 6).
[αρχ. επίθ. κακόβουλος. H λ. και σήμ.]
- Που σκέπτεται ή θέλει το κακό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακόβουλος -η -ο [kakóvulos] Ε5 : που αποβλέπει στην ηθική ή υλική βλάβη κάποιου: Kακόβουλες ενέργειες / διαδόσεις. Kακόβουλα σχόλια. || (ως ουσ.) ο κακόβουλος, κακόβουλος άνθρωπος: Aυτά τα διαδίδουν κάποιοι κακόβουλοι.
κακόβουλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κακόβουλος]