Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακωδύλιο το [kakoδílio] Ο40 : (χημ.) μονοσθενές μεταλλικό σύμπλεγμα.
[λόγ. < διεθ. cacod- < αρχ. κακώδ(ης) `που μυρίζει άσχημα΄ + -yl < αρχ. ὕλ(η) -ιον]