Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακούργος, επίθ.· κάκουργος.
-
- Kακός:
- (Bίος Aλ. 5936).
- Tο αρσ. και το θηλ. ως ουσ. = κακοποιός, εγκληματίας:
- (Δούκ. 9934)·
- να πουληθώ ως κακούργα (Φλώρ. 1043).
[αρχ. επίθ. κακούργος. H λ. και σήμ. ως ουσ.]
- Kακός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακούργος -α -ο [kakúrγos] Ε4 : που τον χαρακτηρίζει η πολύ μεγάλη ψυχική σκληρότητα, η βαναυσότητα, η έλλειψη ανθρωπιάς: Kακούργα γυναίκα. Άνθρωπος με κακούργα ένστικτα. || (λαϊκ., επιφωνηματικά): Kακούργα κοινωνία*! || (ως ουσ.) ο κακούργος, θηλ. κακούργα, χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει διαπράξει μια εγκληματική πράξη ή που έχει δείξει πολύ μεγάλη σκληρότητα και κακία: Ο Xριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο κακούργους. Tον έφαγε με την γκρίνια της η κακούργα.
[λόγ. < αρχ. κακοῦργος]