Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοψυχώ.
-
- Aσθενώ βαριά:
- θέλει κακοψυχήσει και φόρτσι να πεθάνει (Mαχ. 2462).
[<επίθ. κακόψυχος. Λ. ‑ίζω στο Somav. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Aσθενώ βαριά: