Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοφαίνεται [kakofénete] Ρ αόρ. κακοφάνηκε, απαρέμφ. κακοφανεί (στο γ' πρόσ.) : (με γεν. προσ. αντων.) δυσαρεστούμαι από κτ., γιατί θεωρώ ότι με υποτιμά: Tου κακοφάνηκε, γιατί δεν τον κάλεσα στο γάμο. Εμένα δε θα μου κακοφανεί, αν δεν μπορέσεις να έρθεις. Mου κακοφαίνεται αυτό που μου λες. Nα μη σου κακοφανούν ύστερα αυτά που θα σου πω.
[μσν. κακοφαίνεται < κακο- + φαίνεται γ' πρόσ. ενεστ. του φαίνομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοφαίνεται.
-
- (Tριτοπρόσ.)
- α) δε μου αρέσει κ., δυσαρεστούμαι· θυμώνω:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 175), (Διακρούσ. 7220)·
- β) με στενοχωρεί, με λυπεί κ.:
- του εκακοφάνηκε να ιδεί του φονεμένου τες σάρκες (Λίμπον. 439).
- α) δε μου αρέσει κ., δυσαρεστούμαι· θυμώνω:
[<επίρρ. κακά + φαίνεται. H λ. στο Meursius (λ. ‑ομαι) και σήμ.]
- (Tριτοπρόσ.)