Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακουχία η [kakuxía] Ο25 : 1. (συνήθ. πληθ.) πολύ μεγάλη σωματική ταλαιπωρία και στέρηση: Δεν άντεξε τις κακουχίες του πολέμου και πέθανε. 2. (ιατρ.) αίσθημα κόπωσης και διάχυτων ελαφρών πόνων, που συνοδεύει ορισμένες ασθένειες.
[λόγ. < ελνστ. κακουχία, αρχ. σημ.: `κακομεταχείριση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακουχία η· κακουχά.
-
- α) Ταλαιπωρία, δυστυχία:
- (Φυσιολ. (Legr.) 269)·
- β) έκφρ. κακουχία του καιρού = κακοκαιρία:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 330r).
[αρχ. ουσ. κακουχία. H λ. και σήμ.]
- α) Ταλαιπωρία, δυστυχία: