Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοτυχία η [kakotixía] Ο25 : ΣYN ατυχία. 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, όταν αντιμετωπίζει γεγονότα αντίθετα με τις επιθυμίες του και γενικά με ό,τι ευχόμαστε να γίνει. ANT κακοτυχία. 2. δυσάρεστο γεγονός που αποδίδεται στην κακή τύχη: Tι ~ ήταν αυτή! Όλο κακοτυχίες ήταν η ζωή του.
[λόγ. < μσν. κακοτυχία < κακότυχ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοτυχιά η [kakotixá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακοτυχία.
[μσν. κακοτυχιά < κακοτυχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κακότυχ(ος) -ία > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοτυχία η· κακοτυχιά.
-
- Δυστυχία, ταλαιπωρία, ατυχία:
- (Aχέλ. 2011).
[<επίθ. κακότυχος + κατάλ. ‑ία. H λ. το 12. αι. και σήμ.]
- Δυστυχία, ταλαιπωρία, ατυχία: