Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοτοπιά η [kakotopxá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : 1. δύσβατος και επικίνδυνος τόπος. 2. (μτφ.) κατάσταση που πρέπει να την αντιμετωπίσει κανείς με πολλή προσοχή, για να μην υποπέσει σε σφάλμα ή σε ατόπημα: Aποφεύγει / φοβάται τις κακοτοπιές γι΄ αυτό και δεν ανακατεύεται σε τέτοια λεπτά ζητήματα.
[μσν. κακοτοπία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κακο- + τόπ(ος) -ία > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοτοπία η.
-
- Έδαφος τραχύ, ανώμαλο:
- γύροθεν έχει εγκρεμνά, κακοτοπία μεγάλην (Xρον. Tόκκων 974).
[<επίθ. κακός + ουσ. τόπος. Τ. ‑ιά σήμ. H λ. στο Somav.]
- Έδαφος τραχύ, ανώμαλο: