Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοσυνηθίζω [kakosiniθízo] Ρ2.1α μππ. κακοσυνηθισμένος : αποκτώ κακές συνήθειες, κυρίως συνηθίζω σε έναν εύκολο τρόπο ζωής και δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ σε μια κατάσταση που απαιτεί προσπάθεια ή στέρηση· κακομαθαίνω: Kακοσυνηθίσαμε με τα καλοριφέρ και δεν αντέχουμε το κρύο. || κάνω κπ. να αποκτήσει κακές συνήθειες.
[κακο- + συνηθίζω]