Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακορίζικος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κακορίζικος, επίθ.
  • 1)
    • α) Kακότυχος:
      • ο κακορίζικος ετούτος αποθαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [506]
    • β) κακομοίρης, ελεεινός:
      • πάντα κακορίζικος είσαι και ξεσκισμένος (Στάθ. A´ 183
    • γ) άθλιος (ηθικά):
      • κακορίζικος είν’ όποιος τη ζωή του … γλυτώσει από τον θάνατον και χάσει την ψυχή του (Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 67).
  • 2)
    • α) Δύστροπος:
      • Bουβάλι κακορίζικο και άγροικο (Φορτουν. B´ 43
    • β) καταραμένος:
      • Ω πλούτος κακορίζικο (Διήγ. ωραιότ. 729).
  • 3) Mάταιος:
    • Ω κακοριζικότατες ελπίδες των αθρώπω! (Eρωφ. B´ 430).

[<επίθ. κακός + ουσ. ριζικό. H λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακορίζικος -η -ο [kakorízikos] Ε5 : (οικ.) 1. κακομοίρης. α. κακότυχος, δυστυχισμένος. β. που η εμφάνισή του ή η συμπεριφορά του προκαλεί τον οίκτο ή την απέχθεια. Ένας ~ ανθρωπάκος. Ο δον Kιχότης καβάλα σε ένα κακορίζικο άλογο. || (προφ., για πργ.) κακοφτιαγμένος, ελαττωματικός. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου ιδιότροπου ή δύστροπου. κακορίζικα ΕΠIΡΡ.

[μσν. κακορίζικος < κακο- + ριζικ(ό) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες