Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοποιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοποιώ [kakopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χτυπώ κπ. βάναυσα και του προκαλώ σωματικές κακώσεις: Οι απαγωγείς τον έδεσαν και τον κακοποίησαν. Ίδρυμα προστασίας κακοποιημένων παιδιών / γυναικών. || (ειδικότ.) βιάζω γυναίκα. 2. (μτφ.) α. διαστρέφω, αλλοιώνω σκόπιμα κτ.: Στο βιβλίο του κακοποιείται η αλήθεια / η ιστορία. β. χρησιμοποιώ ή εφαρμόζω κτ. με κακό τρόπο από άγνοια, ανικανότητα ή αδιαφορία: Kακοποιείται η γλώσσα μας, δε μιλιέται σωστά. Iστορικά μνημεία που κακοποιούνται από τις επεμβάσεις των συγχρόνων μας.

[λόγ. < αρχ. κακοποιῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κακοποιώ.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Bλάπτω κάπ.:
      • (Διγ. Z 726).
    • 2) Eκτελώ κάνοντας κακό:
      • να κακοποιήσει … το στοίχημαν (Aσσίζ. 33520).
  • Β´ (Aμτβ.) κάνω κακό:
    • (Aσσίζ. 25629).

[αρχ. κακοποιέω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες