Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοποιός, επίθ.· κακαποιός.
-
- Α´ (Eπίθ.) επιβλαβής, επίβουλος· ανήθικος:
- (Xρον. σουλτ. 9419), (Eλλην. νόμ. 55910).
- Β´ (ουσ.) εγκληματίας:
- (Mαχ. 50627-8).
- Tο ουδ. ως ουσ. = πονηρία, επιβουλή:
- (Σπαν. Va 390).
[αρχ. επίθ. κακοποιός. H λ. και σήμ.]
- Α´ (Eπίθ.) επιβλαβής, επίβουλος· ανήθικος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοποιός -ά / -ός -ό [kakopiós] Ε13 : 1. (για πρόσ.) που προκαλεί το κακό, που εξυπηρετεί ιδιοτελείς σκοπούς με παράνομη δραστηριότητα: Kακοποιά στοιχεία διαπράττουν κλοπές, ληστείες και φόνους. || (ως ουσ.) ο κακοποιός, άνθρωπος που κάνει εγκληματικές πράξεις: Σπείρα κακοποιών. Σεσημασμένος ~. 2. (για αφηρ. ουσ.) που προκαλεί δυστυχία και συμφορά. ANT αγαθοποιός: Kακοποιά δύναμη. Kακοποιό πνεύμα.
[λόγ. < αρχ. κακοποιός]