Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομοιριά η [kakomirjá] Ο24 : 1. η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, που είναι συνέπεια της φτώχειας και της δυστυχίας του: Άσε με στην ~ μου, τι ζητάς από μένα; 2. για κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η ασχήμια, το ευτελές αισθητικά ή ηθικά και που προκαλεί τον οίκτο ή την αποστροφή: Bρόμικα σοκάκια, ζητιάνοι και αλήτες, μια ~ που σου προκαλεί θλίψη. Aυτός ο άνθρωπος δεν έχει καθόλου αξιοπρέπεια, όλο ~ είναι.
[μσν. κακομοιριά < ελνστ. κακομοιρία `κακή τύχη΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά τη σημ. του κακομοίρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακομοιριά η.
-
- Δυστυχία:
- ’ς τούτη τση την κακομοιριά παρηγοριά τση να ’σαι (Eρωφ. Δ´ 94).
[παλαιότ. ουσ. κακομοιρία (σχόλ.). H λ. και σήμ.]
- Δυστυχία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κακομοιριάζω· μτχ. κακομοιρασμένος· κακομοιριασμένος.
-
- I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. δυστυχισμένο:
- (Eρωτόκρ. A´ 361).
- II. (Mέσ.) γίνομαι δυστυχισμένος:
- (Λεηλ. Παροικ. 633).
- Οι μτχ. παρκ. ως επίθ. = κακόμοιρος:
- (Bέλθ. 1170).
[<επίθ. κακόμοιρος + κατάλ. –ιάζω. H μτχ. ‑ρια‑ και σήμ. H λ. στο Bλάχ. (‑ργιά‑)]
- I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. δυστυχισμένο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομοιριασμένος -η -ο [kakomirjazménos] Ε3 : (οικ.) 1. κακομοίρης: Φτωχός και ~. Παιδιά βρόμικα και κακομοιριασμένα. 2. για κτ. που βρίσκεται σε πολύ κακή, σε άθλια κατάσταση: Ένα κακομοιριασμένο σπιτάκι, σωστό ερείπιο.
[μσν. κακομοιριασμένος μππ. του κακομοιριάζω `γίνομαι κακομοίρης΄ < κακομοίρ(ης) -ιάζω]