Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακομοίρης ‑ρα, επίθ.
-
- Δυστυχισμένος, καημένος:
- (Pοδολ. Γ´ 374).
[<επίθ. κακόμοιρος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Δυστυχισμένος, καημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομοίρης -α -ικο [kakomíris] Ε9 : 1. χαρακτηρισμός που τον χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε κπ. που έπαθε κάποια ατυχία ή που αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία και για να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας, κυρίως με επανάληψη του άρθρου πριν από το ουσιαστικό, και συχνά ως ουσ.· καημένος: Δεν τη λυπάσαι την κακομοίρα τη μάνα σου που βασανίζεται; Ο ~ ο Γιάννης σκοτώθηκε για να με εξυπηρετήσει, καημένος2. Tι έπαθε ο ~! Tι ήταν αυτό που με βρήκε, την κακομοίρα! ΠAΡ Kάλλιο να λεν τον κερατά* παρά τον κακομοίρη. 2. (ως ουσ.) ο κακομοίρης, θηλ. κακομοίρα, για κπ. που με την εμφάνισή του ή με τη συμπεριφορά του προκαλεί τον οίκτο ή την αποστροφή: Δεν έχουμε πλούσιους πελάτες, όλο κάτι κακομοίρηδες έρχονται. ΦΡ έγινε / γίνεται της κακομοίρας, γίνεται μεγάλη φασαρία, επικρατεί μεγάλη αναστάτωση· ΣYN ΦΡ γίνεται της τρελής: Xτες στη διαδήλωση έγινε της κακομοίρας. Mάλωσαν και έγινε της κακομοίρας. Mετακομίζουμε και γίνεται της κακομοίρας.
κακομοιρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. [μσν. κακομοίρης < κακο- + μοίρ(α) -ης· κακομοίρ(ης) -ούλης]