Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομεταχειρίζομαι [kakometaxirízome] Ρ2.1β : 1. συμπεριφέρομαι σε έναν άνθρωπο ή σε ένα ζώο με κακό, βάναυσο τρόπο, με αποτέλεσμα να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά: Kακομεταχειρίζεται τα παιδιά της / τη γυναίκα του / τους φυλακισμένους. 2. χρησιμοποιώ κτ. με κακό τρόπο από άγνοια, αδιαφορία ή με πρόθεση, με αποτέλεσμα να το καταστρέφω ή να το αλλοιώνω: ~ το αυτοκίνητό μου. Kακομεταχειρίζεται τη γλώσσα, δεν τη μιλάει σωστά. Kακομεταχειρίζεται την αλήθεια, τη διαστρεβλώνει.
[λόγ. κακο- + μεταχειρίζομαι μτφρδ. γαλλ. maltraiter]