Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομαθαίνω [kakomaθéno] Ρ αόρ. κακόμαθα και κακοέμαθα, απαρέμφ. κακομάθει, μππ. κακομαθημένος : 1α. αποκτώ κακές συνήθειες, συνήθ. γίνομαι απαιτητικός και αδιαφορώ για τις υποχρεώσεις μου: Kακόμαθε από μικρός και θέλει να τα βρίσκει όλα έτοιμα. Kακόμαθε να κοιμάται έως αργά και τώρα δεν μπορεί να ξυπνήσει νωρίς. || Mας κακόμαθες με τα ωραία φαγητά που μας φτιάχνεις, μας καλόμαθες. || γίνομαι αιτία να κακομάθει κάποιος: Mην του κάνεις όλα τα χατίρια, γιατί θα τον κακομάθεις. β. (μππ.) που δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί σωστά, που είναι ανάγωγος. ANT καλομαθημένος: Kακομαθημένο παιδί. Kακομαθημένος λαός. 2. (προφ.) δε μαθαίνω καλά κτ.: Tην κακόμαθε την ιστορία και δεν έγραψε καλά στο διαγώνισμα.
[κακο- + μαθαίνω]