Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακολογώ [kakoloγó] Ρ10.9α : μιλώ εναντίον κάποιου, κάνω σχόλια εις βάρος του.
[λόγ. < αρχ. κακολογῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακολογώ.
-
- Kατηγορώ:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 19718).
[αρχ. κακολογέω. H λ. και σήμ.]
- Kατηγορώ: