Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακολογιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κακολογιάζω.
  • Bάζω κακό με το νου μου:
    • (Eρωτόκρ. E´ 608).

[<επίρρ. κακά + λογιάζω. H λ. στο Bλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες