Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακολογία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακολογία η [kakolojía] Ο25 : το να κακολογεί κάποιος κπ. άλλον. || (συνήθ. πληθ.) κακόβουλες κατηγορίες.

[λόγ. < αρχ. κακολογία]

[Λεξικό Κριαρά]
κακολογία η.
  • Συκοφαντία:
    • ο έρως γαρ ατιμασθείς κακολογίας φέρει (Διγ. Z 794).

[αρχ. ουσ. κακολογία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κακολογιάζω.
  • Bάζω κακό με το νου μου:
    • (Eρωτόκρ. E´ 608).

[<επίρρ. κακά + λογιάζω. H λ. στο Bλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες