Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοκαιρία η [kakokería] Ο25 : η κακή καιρική κατάσταση, οι άσχημες μετεωρολογικές συνθήκες που εκδηλώνονται με βροχές, χιονοπτώσεις, θύελλες, τρικυμίες κτλ.· κακός καιρός. ANT καλοκαιρία: Tο φετινό χειμώνα είχαμε πολλές κακοκαιρίες. Tο μετεωρολογικό δελτίο προβλέπει για σήμερα ~ σε ολόκληρη τη χώρα, από αύριο όμως θα αρχίσει σταδιακή βελτίωση από τα δυτικά.
[λόγ. επίδρ. στο κακοκαιριά < κακο- + καιρ(ός) -ιά]