Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοδοξία η [kakoδoksía] Ο25 : (εκκλ.) εσφαλμένη άποψη που αφορά δογματικά θέματα· (πρβ. αίρεση).
[λόγ. < ελνστ. κακοδοξία, αρχ. σημ.: `κακή φήμη΄]