Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοδιοικώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοδιοικώ [kakoδiikó] -ούμαι Ρ10.9 : ασκώ κακή διοίκηση.

[λόγ. < μσν. κακοδιοικώ < κακο- + διοικώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες