Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοδιάθετος -η -ο [kakoδiáθetos] Ε5 : που έχει κακή διάθεση, που είναι αδιάθετος ή κακόκεφος. ANT καλοδιάθετος.
[λόγ. κακο- + διάθε(σις) -τος κατά το αδιάθετος]