Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοδαιμονία η [kakoδemonía] Ο25 : η κακή κατάσταση που επικρατεί σε κπ. τομέα και που εμποδίζει την καλή λειτουργία ή την ομαλή εξέλιξη: Πρέπει να αντιμετωπιστεί η ~ που χαρακτηρίζει τη δημόσια διοίκηση. Tα αίτια της κακοδαιμονίας στην οικονομία μας είναι γνωστά.
[λόγ. < αρχ. κακοδαιμονία]