Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοδαιμονία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοδαιμονία η [kakoδemonía] Ο25 : η κακή κατάσταση που επικρατεί σε κπ. τομέα και που εμποδίζει την καλή λειτουργία ή την ομαλή εξέλιξη: Πρέπει να αντιμετωπιστεί η ~ που χαρακτηρίζει τη δημόσια διοίκηση. Tα αίτια της κακοδαιμονίας στην οικονομία μας είναι γνωστά.

[λόγ. < αρχ. κακοδαιμονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες