Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοβουλία η [kakovulía] Ο25 : η ιδιότητα του κακόβουλου.
[λόγ. < ελνστ. κακοβουλία]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοβουλία η.
-
- 1) Kακή πρόθεση:
- Φεύγε τους κολακεύοντας μετά κακοβουλίας (Σπαν. B 302).
- 2) Άστοχη σκέψη:
- κακοβουλίας ένεκεν τα των χριστιανών εις άκρον εσφάλησαν (Ψευδο-Σφρ. 22219).
[μτγν. ουσ. κακοβουλία. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Kακή πρόθεση: