Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοήθεια η [kakoíθia] Ο27 : 1α. η ιδιότητα του κακοήθους, η παραβίαση ηθικών αρχών με στόχο την ψυχική ή υλική βλάβη κάποιου: Xρειάζεται ψυχικό σθένος για να αντιμετωπίσει την ~ των κατηγόρων του. β. ενέργεια ή λόγος με τον οποίο εκδηλώνεται η κακοήθεια: Aυτό που έκανες είναι ~. Διαδίδει κακοήθειες εις βάρος μου. 2. (ιατρ.) ο κακοήθης χαρακτήρας μιας ασθένειας, κυρίως νεοπλασματικής: Διαπιστώθηκε η ~ του όγκου.
[λόγ.: 1: αρχ. κακοήθεια· 2: σημδ. γαλλ. malignité]