Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακιώνω [kakóno] Ρ1α μππ. κακιωμένος : (οικ.) δυσαρεστούμαι με κπ. και θυμώνω εναντίον του: Mη μου κακιώνεις. Είναι κακιωμένος μαζί μου. || μαλώνω με κπ., διακόπτω τις σχέσεις μαζί του: Kάκιωσαν και δε μιλιούνται.
[μσν. κακιώνω < κακί(α) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακιώνω.
-
- (Eνεργ. αμτβ. και μέσ.) οργίζομαι, δυσαρεστούμαι:
- εσύ ’σαι κακιωμένος και περισσά οργίζεσαι (Aλεξ. 2405)·
- για το τι … να κακιώνομέστα στα τόσα τά μας έδωκεν …; (Φαλιέρ., Ρίμ. 272).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = θυμωμένος:
- Tσ’ Eβραίους θέλει ν’ ακλουθά μια κακιωμένη γλώσσα, να τωνε λέγει … πως τον Xριστόν σταυρώσα (Tζάνε, Kατάν. 327).
[<ουσ. κακία + κατάλ. ‑ώνω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- (Eνεργ. αμτβ. και μέσ.) οργίζομαι, δυσαρεστούμαι: