Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακεντρεχής -ής -ές [kakendre
ís] Ε10 : χαρακτηρισμός ανθρώπου μοχθηρού που επιδιώκει το κακό των άλλων και που χαίρεται όταν συμβεί κτ. δυσάρεστο σε κπ.: ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο κακεντρεχής. [λόγ. < αρχ. κακεντρεχής]