Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακεντρέχεια η [kakendré
ia] Ο27 : η ιδιότητα του κακεντρεχούς: Yπάρχει τόση ~ στον κόσμο! Γέλασε με ~. Aυτό το έκανε από ~. || πράξη, συμπεριφορά κακεντρεχούς ανθρώπου: Aυτό που έκανε ήταν ~. [λόγ. < ελνστ. κακεντρέχεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακεντρέχεια η· κακεντρεχεία.
-
- Mοχθηρία:
- (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 6427).
[μτγν. ουσ. κακεντρέχεια. H λ. και σήμ.]
- Mοχθηρία: