Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακαρώνω [kakaróno] Ρ1α : (οικ.) κυρίως στη ΦΡ τα κακάρωσε, πέθανε ξαφνικά (όταν αναφερόμαστε σε κπ. περιφρονητικά ή πειραχτικά)· ΣYN ΦΡ τα τίναξε.
[αρχ. καρ(ῶ) `πέφτω σε λήθαργο΄ -ώνω με αναδιπλ.]