Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακαράντζα η [kakarándza] Ο25α : (λαϊκότρ.) περίττωμα ορισμένων ζώ ων, κυρίως της κατσίκας.
[ρουμ. căcărĕadză ή βλάχ. găgărĕatsă με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.]