Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακίζω [kakízo] Ρ2.1α : κρίνω ότι κτ. που έκανε κάποιος δεν είναι σωστό και τον μέμφομαι γι΄ αυτό: Tον ~, γιατί όφειλε να με είχε ενημερώσει εγκαίρως. ~ τον εαυτό μου για την αμέλεια που έδειξα τότε.
[λόγ. < αρχ. κακίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακίζω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Kατηγορώ, κατακρίνω:
- (Kορων., Mπούας 152)·
- β) εχθρεύομαι:
- (Iστ. Hπείρ. XIV2 κριτ. υπ).
- α) Kατηγορώ, κατακρίνω:
- 2) Δυσαρεστώ, εξοργίζω:
- εμετεμελήθησαν … διότι κακίσασι τον Aχιλλέα (Tρωικά 5296).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1) Θυμώνω:
- εκάκισε η καρδία μου (Xρον. Mορ. P 7663).
- 2) Δυσανασχετώ:
- (Kαλλίμ. 2283).
- 1) Θυμώνω:
[αρχ. κακίζω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.