Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακάρισμα το [kakárizma] Ο49 : 1. η φωνή της κότας, κυρίως μετά την ωοτοκία. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, για να δηλώσουμε ότι σε άλλο χώρο ή σε άλλον τομέα περιμένουμε ένα γεγονός, μια εξέλιξη και αλλού τελικά παρουσιάζεται. 2. (συνήθ. πληθ.) γέλια δυνατά και διαπεραστικά.

[κακαρισ- (κακαρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες