Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακάο το [kakáo] Ο (άκλ.) γεν. και κακάου : 1. η ουσία που μένει από τους σπόρους του κακάου, αφού αφαιρεθεί το λίπος, και η οποία κυκλοφορεί στην αγορά με τη μορφή σκόνης: H σοκολάτα γίνεται με ~. Kέικ με ~. || βούτυρο του κακάου, οι λιπαρές ουσίες που περιέχουν οι κόκκοι του κακάου. 2. ρόφημα που έχει ως βάση το κακάο: Πίνω ένα (φλιτζάνι) ~. Θα παραγγείλω ένα ~. Φτιάξε μου, σε παρακαλώ, ένα ~. 3. κακαόδεντρο: Φυτείες κακάου.
[ιταλ. cacao < γαλλ. cacao < ισπαν. cacao (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακαόδεντρο το [kakaóδendro] Ο41 : τροπικό δέντρο από τα σπέρματα του οποίου βγαίνει το κακάο.
[λόγ. κακά(ο) -ο- + δένδρον με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]