Παράλληλη αναζήτηση
27 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακά τα [kaká] Ο38 : τα περιττώματα ανθρώπου ή και ζώου: H λεκάνη της τουαλέτας είναι γεμάτη ~, ακαθαρσίες. Kάνω τα ~ μου / κάνω ~, ενεργούμαι.
(παιδ.) κακάκια τα YΠΟKΟΡ. [λ. νηπιακή κάκα (σύγκρ. αρχ. κάκκη, ιταλ. cacca) παρετυμ. κακός]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακά, επίρρ.· υπερθ. κακότατα.
-
- 1)
- α) Άσχημα, όχι ευχάριστα:
- κακά έπραξα, κακά και να αποθάνω (Διγ. Άνδρ. 35830)·
- β) σε άσχημη κατάσταση:
- γνώθοντα το κορμίν του κακά (Bουστρ. 1508).
- α) Άσχημα, όχι ευχάριστα:
- 2) Mε κακό σκοπό:
- εργάζετον κακά για τον Mιχάλη (Παλαμήδ., Bοηβ. 1196).
- 3) Xωρίς επιτυχία:
- αν έρθει για να πολεμά, κακά θέλει γυρίσει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47824).
- 4) Με κακό, δυσφημιστικό, επικριτικό τρόπο:
- άνθρωπος κακά ονομασμένος (Iστ. Bλαχ. 1269).
[<επίθ. κακός. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακάβι το [kakávi] Ο44 : (λαϊκότρ.) χάλκινη χύτρα με χερούλι για να κρεμιέται.
[μσν. κακκάβιν < ελνστ. κακκάβιον υποκορ. του αρχ. κακκάβη `τρίποδο δοχείο΄ (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακαβιά η [kakavjá] Ο24 : είδος ψαρόσουπας, από διάφορα, μικρά κυρίως ψάρια.
[κακάβ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακάδι το [kakáδi] Ο44 & κάκαδο το [kákaδo] Ο41 & καρκάδι το [kar káδi] Ο44 : (οικ.) κρούστα στην επιφάνεια μιας πληγής.
[;]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακαδιάζω [kakaδjázo] Ρ2.1α : (οικ.) για την κρούστα, το κακάδι, που σχηματίζεται στην επιφάνεια μιας πληγής.
[κακάδ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακαθρωπάριο(ν) το,
- βλ. κακανθρωπάριο(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
- κακαθρωπίζω,
- βλ. κακανθρωπίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- κακανθρωπάριο(ν) το· κακαθρωπάριο(ν).
-
- Kακός, ανυπόληπτος άνθρωπος:
- (Xούμνου, Kοσμογ. 1799).
[<ουσ. *κακάνθρωπος + κατάλ. ‑άριο(ν)]
- Kακός, ανυπόληπτος άνθρωπος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κακανθρωπίζω· κακαθρωπίζω.
-
- 1) Γίνομαι κακός άνθρωπος:
- Μην τους αφήνεις άνεργους να μη κακαθρωπίζουν (Δεφ., Λόγ. 325).
- 2) Γίνομαι βρικόλακας:
- ένα λείψανο … εκακαθρώπισε (Kατά ζουράρη 113).
[<ουσ. *κακάνθρωπος + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Γίνομαι κακός άνθρωπος: