Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καισαρικός -ή -ό [kesarikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στον καίσαρα. β. (ιατρ.) καισαρική τομή και ως ουσ. η καισαρική, εγχείρηση κατά την οποία ανοίγονται τα κοιλιακά και τα μητρικά τοιχώματα, ώστε από την τομή να βγει το έμβρυο και ο πλακούντας: Γέννησε / γεννήθηκε με καισαρική.
[λόγ.: α: Καίσαρ -ικός· β: σημδ. γαλλ. incision césarienne (επειδή υποτίθεται πως έτσι γεννήθηκε ο Καίσαρας)]